- κεφαλικῶν
- κεφαλικόςoffem gen plκεφαλικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
κεραιίδια — τα ζωολ. ζεύγος κεφαλικών απτικών εξαρτημάτων, που στα καρκινοειδή λέγεται και πρώτη κεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία, αντί τού ορθ. και αρχ. κερα ΐδια (πρβλ. αρχαίος > αρχαϊκός) + κατάλ. ίδια. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ.… … Dictionary of Greek
καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… … Dictionary of Greek